Η αδρή κινητικότητα αναφέρεται στην ικανότητα να εκτελούνται
δραστηριότητες που απαιτούν την ενεργοποίηση µεγάλων µυών όπως γίνεται
στη βάδιση, στο τρέξιµο, στην ισορροπία κλπ. Η φυσιολογική αδρή
κινητικότητα αποτελεί τη βάση για την οργάνωση και την εκτέλεση των πιο
εκλεπτυσµένων κινήσεων (λεπτή κινητικότητα) που είναι απαραίτητες για τις
δραστηριότητες της καθηµερινής ζωής του ανθρώπου, όπως το ντύσιµο, η
σίτιση, το γράψιµο κλπ. Τα παιδιά µε κινητική αναπηρία έχουν εξ ορισµού
διαταραχές της αδρής κινητικής λειτουργίας, οι οποίες επηρεάζουν την
καθηµερινή τους ζωή στο σπίτι και στο σχολείο.
Ο άνθρωπος µε τη γέννησή του αρχίζει να οργανώνει την κίνησή του η
οποία στην αρχή καθορίζεται από τα αρχέγονα αντανακλαστικά. Καθώς όµως
ωριµάζει το νευρικό σύστηµα ,τα αρχέγονα αντανακλαστικά τροποποιούνται
και δίνουν τη θέση τους σε πιο ώριµα κινητικά πρότυπα. Η αλληλεπίδραση µε
το περιβάλλον και τα ερεθίσµατα που δέχεται ο άνθρωπος από αυτό,
παίζουν σηµαντικό ρόλο στην κινητική του ανάπτυξη. Αναπτύσσονται έτσι οι
αυτόµατοι µηχανισµοί αναπροσαρµογής της στάσης που αποτελούν το
υπόβαθρο για κάθε κινητική δραστηριότητα. Οι µηχανισµοί αυτοί είναι οι
αντιδράσεις προσανατολισµού και οι ισορροπιστικές αντιδράσεις. Η
φυσιολογική λειτουργία των παραπάνω µηχανισµών προϋποθέτει την ύπαρξη
φυσιολογικού µυϊκού τόνου. Σε περιπτώσεις βλάβης του Κεντρικού Νευρικού
Συστήµατος (Κ.Ν.Σ.) συναντώνται διαταραχές του µυϊκού τόνου οι οποίες
επηρεάζουν τους µηχανισµούς αναπροσαρµογής της στάσης και το
συντονισµό των κινήσεων.
Ο περιορισµός της κινητικότητας λόγω βλάβης του Κ.Ν.Σ. επηρεάζει
την αλληλεπίδραση του παιδιού µε το περιβάλλον, που είναι απαραίτητη για
τη φυσιολογική νοητική του εξέλιξη. Οι πιο αντιπροσωπευτικές παθολογίες
του Κ.Ν.Σ. που συναντούµε στα παιδιά στο σχολείο είναι η εγκεφαλική
παράλυση και η κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Η αναπτυξιακή διαταραχή του
κινητικού συντονισµού αν και δεν καθιστά το παιδί ανάπηρο, αποτελεί µια
αρκετά συχνή διαταραχή της αδρής κινητικότητας.
1.ΠΑΙ∆ΙΑ ΜΕ ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑ
Τα παιδιά µε σωµατική µειονεξία και κινητική αναπηρία δεν
αντιµετωπίζουν µόνο πρόβληµα κινητικότητας. Συχνά συνυπάρχουν
προβλήµατα γλωσσικής ανάπτυξης και επικοινωνίας, πνευµατικής
ανάπτυξης, συναισθηµατικής ωρίµανσης και αυτοεκτίµησης, προβλήµατα
κοινωνικής ανάπτυξης, καθώς και προβλήµατα στην ενσωµάτωσή τους στη
σχολική τάξη. Όταν στην τάξη υπάρχει ένα παιδί µε κινητική αναπηρία, ο
εκπαιδευτικός θα φροντίσει να ενηµερωθεί για το είδος της κινητικής
αναπηρίας ώστε να είναι έτοιµος να αντιµετωπίσει µε επιτυχία τα προβλήµατα
που παρουσιάζονται κατά τη διδασκαλία του µαθήµατος. Η ενηµέρωση αυτή
γίνεται συνήθως από εξειδικευµένα βιβλία. Στην προσπάθεια αυτή για την
ενηµέρωση και την αντιµετώπιση των προβληµάτων, είναι απαραίτητη η
συνεργασία µεταξύ του εκπαιδευτικού και των επαγγελµατιών υγείας που
έχουν αναλάβει τη φυσική και λειτουργική αποκατάσταση του παιδιού.
(φυσιοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, λογοθεραπευτές κ.α.).Κρίνεται λοιπόν
σκόπιµο να δοθούν ορισµένες πληροφορίες για όρους και έννοιες που
σχετίζονται µε την κίνηση.
2. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ
2.1. ΜΥΪΚΟΣ ΤΟΝΟΣ
Η συνεχής ελαφρά σύσπαση των µυών που φυσιολογικά υπάρχει
ακόµα και σε κατάσταση ηρεµίας, ονοµάζεται µυϊκός τόνος.
Ο µυϊκός τόνος είναι παρών σε όλες τις δραστηριότητες των έµβιων
όντων, ακόµα και στον ύπνο. Αντιπροσωπεύει την κατάσταση ετοιµότητας του
µυϊκού συστήµατος για να είναι δυνατή οποιαδήποτε δραστηριότητα. Στην
ουσία ο φυσιολογικός τόνος αποτελεί το βασικό στοιχείο της φυσιολογικής
στάσης και κίνησης του σώµατος.
Ο µυϊκός τόνος θα πρέπει να κυµαίνεται στα φυσιολογικά πλαίσια. Η
µη φυσιολογική αύξησή του ονοµάζεται υπερτονία, ενώ η µη φυσιολογική
µείωσή του ονοµάζεται υποτονία. Κατά την εξέταση του µυϊκού τόνου σε περιπτώσεις υπερτονίας εµφανίζεται αυξηµένη αντίσταση στην παθητική
κίνηση των µελών του σώµατος, ενώ σε περιπτώσεις υποτονίας η αντίσταση
είναι µειωµένη.
Οι διαταραχές του µυϊκού τόνου συναντώνται σε άτοµα µε εγκεφαλική
παράλυση, κρανιοεγκεφαλική κάκωση, κάκωση νωτιαίου µυελού καθώς και
ως εκδήλωση νευροεκφυλιστικών και άλλων νοσηµάτων του Κεντρικού
Νευρικού Συστήµατος (Κ.Ν.Σ.).
2.2. Α∆ΡΗ ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Η αδρή κινητική λειτουργία αναφέρεται στην ικανότητα να εκτελούνται
δραστηριότητες που απαιτούν την ενεργοποίηση µεγάλων µυών ή µυϊκών
οµάδων. Οι µεγάλοι µύες ή οι οµάδες µυών φυσιολογικά ενεργούν µε
συντονισµένο τρόπο ώστε να επιτυγχάνουν κίνηση ή µια σειρά κινήσεων.
Παραδείγµατα αδρής κινητικής λειτουργίας είναι το περπάτηµα, το τρέξιµο, το
πέταγµα ενός αντικειµένου, το πήδηµα, το κολύµπι κ.λ.π.
2.3. ΜΥΪΚΗ ΙΣΧΥΣ
Η µυϊκή ισχύς αναφέρεται στην ένταση µε την οποία ένας µυς συσπάται εκούσια ώστε να πραγµατοποιηθεί µια δραστηριότητα. Παιδιά µε υποτονία εµφανίζονται ως αδύναµα και δεν έχουν την ανάλογη µυϊκή ισχύ ώστε να επιτύχουν κάποιες κινητικές δραστηριότητες. Τα παιδιά αυτά κουράζονται σχετικά εύκολα ακόµη και σε δραστηριότητες που µπορούν να χαρακτηριστούν ως απλές. Γράφουν για παράδειγµα µε πολύ λεπτές γραµµές που µόλις φαίνονται, χωρίς να πατάνε το µολύβι στο χαρτί. Πολλές φορές µάλιστα το µολύβι γλιστράει και πέφτει από τα χέρια τους.
Αντιθέτως, παιδιά µε υπερτονία µπορεί να δείχνουν πολύ δυνατά και
µυώδη, χωρίς ωστόσο να µπορούµε να µιλήσουµε για µυϊκή ισχύ που
αναπτύσσεται εκούσια. Για παράδειγµα παιδιά µε υπερτονία στους µύες των
κάτω άκρων που έχουν την τάση να περπατούν στις µύτες των ποδιών,
µπορεί να αναπτύξουν µεγαλύτερη µυϊκή µάζα στους µύες εκείνους που είναι
υπεύθυνοι για αυτήν την κίνηση. Στην περίπτωση αυτή βέβαια οι µύες δε συσπώνται εκούσια, αλλά λόγω της υπερτονίας, χωρίς να µπορεί το παιδί να
ελέγξει την κίνηση αυτή.
3. ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Για να γίνουν κατανοητά τα προβλήµατα που δηµιουργούνται από τις
διαταραχές της αδρής κινητικότητας, είναι απαραίτητο να γίνει µια σύντοµη
αναφορά στη φυσιολογική ανάπτυξη των κινητικών ικανοτήτων του
ανθρώπου στην αρχή της ζωής του, καθώς και στους παράγοντες που την
επηρεάζουν.
Ο άνθρωπος ακολουθεί µια αναπτυξιακή πορεία η οποία ξεκινά από τη
στιγµή της σύλληψής του. Η αναπτυξιακή αυτή πορεία αφορά την κινητική,
αντιληπτική, νοητική, συναισθηµατική και κοινωνική σφαίρα. Ο όρος κινητική ανάπτυξη στην πραγµατικότητα είναι ελλιπής. Για το λόγο αυτό αναφέρεται και ως αισθητικοκινητική ανάπτυξη, δεδοµένου ότι η ανάπτυξη της κίνησης και η κατάκτηση κάθε κινητικού και λειτουργικού επιτεύγµατος επηρεάζεται άµεσα από τις αισθητικές και γνωστικές εµπειρίες.
Η αισθητικοκινητική ανάπτυξη αρχίζει ήδη από τη δηµιουργία του
εµβρύου. Με τον τοκετό οι κινήσεις του νεογέννητου είναι ασυντόνιστες και
άσκοπες, υπαγορευµένες κατά κύριο λόγο από τα νεογνικά αντανακλαστικά,
καθώς η ωρίµανση του νευρικού συστήµατος είναι ακόµη ατελής.
Τα νεογνικά αντανακλαστικά, αποτελούν στερεότυπες κινητικές αντιδράσεις, οι οποίες εµφανίζονται συνήθως κατά την αλλαγή της θέσης του κεφαλιού σε σχέση µε το σώµα, κατά την προσπάθεια στήριξης των άκρων ή µετά από απτικά ερεθίσµατα σε διάφορα σηµεία του σώµατος του βρέφους. Για παράδειγµα εάν σε ένα βρέφος 2 µηνών αφήσουµε το κεφάλι του να πέσει προς τα πίσω χωρίς να αλλάξουµε τη θέση του σώµατός του, τότε θα εκλυθεί το αντανακλαστικό του εναγκαλισµού (Moro Reflex) και τα άνω άκρα του θα έρθουν απότοµα σε ολική έκταση και απαγωγή.Αξίζει βέβαια να σηµειωθεί ότι οι παραπάνω κινήσεις που εκλύονται λόγω της αλλαγής της θέσης της κεφαλής, δε γίνονται εκούσια από το µωρό. Η αλληλεπίδραση µε το περιβάλλον θα δηµιουργήσει στο βρέφος το
κίνητρο να κινηθεί. Με την ωρίµανση του Κεντρικού Νευρικού Συστήµατος τα
βρεφικά αντανακλαστικά τροποποιούνται, δίνοντας τη θέση τους σε πιο ώριµα
πρότυπα κίνησης σε συνδυασµό πάντοτε µε τα ερεθίσµατα που δέχεται το
βρέφος από το περιβάλλον. Έτσι επέρχεται η σταδιακή ανάπτυξη των
αυτόµατων µηχανισµών αναπροσαρµογής της στάσης. Οι αντανακλαστικοί
µηχανισµοί αναπροσαρµογής της στάσης είναι οι αντιδράσεις
προσανατολισµού και οι ισορροπιστικές αντιδράσεις, µε τη βοήθεια των
οποίων επιτυγχάνεται η φυσιολογική ευθυγράµµιση της κεφαλής , του αυχένα,
του κορµού και των άκρων και εδραιώνεται η ισορροπία κατά τις διάφορες
δραστηριότητες. Οι αναπροσαρµογές της στάσης αποτελούν το υπόβαθρο για
κάθε κινητική δραστηριότητα (Bobath and Bobath 1967).
4. ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ
Σε παιδιά µε βλάβη του Κ.Ν.Σ., όπως στην εγκεφαλική παράλυση
υπάρχει σταµάτηµα ή καθυστέρηση της αισθητικοκινητικής ανάπτυξης µε
αποτέλεσµα την παραµονή των πρωταρχικών κινητικών προτύπων και των
αντανακλαστικών της βρεφικής ηλικίας. Όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο της
φυσιολογικής αισθητικοκινητικής ανάπτυξης, τα πρωτογενή αντανακλαστικά
φυσιολογικά τροποποιούνται ώστε να δώσουν τη θέση τους σε πιο ώριµα
πρότυπα κίνησης. Η εγκεφαλική βλάβη αναστέλλει την τροποποίηση των
πρωτογενών αντανακλαστικών, µε αποτέλεσµα να µην µπορεί να αναπτυχθούν πλήρως οι αντιδράσεις προσανατολισµού και οι ισορροπιστικές
αντιδράσεις.
Αργά ή γρήγορα κάνουν την εµφάνισή τους οι διαταραχές του µυϊκού
τόνου. Ανεξάρτητα από τη µεγάλη ποικιλοµορφία που εµφανίζει η κλινική
εικόνα, όλες οι περιπτώσεις βλάβης του Κ.Ν.Σ. έχουν ως κοινό
χαρακτηριστικό τους το µη φυσιολογικό µυϊκό τόνο και τη διαταραχή του
συντονισµού των κινήσεων. Οι διαταραχές του µυϊκού τόνου µπορεί να
εµφανιστούν µε τις παρακάτω µορφές.
i) Υποτονία – ελάττωση του µυϊκού τόνου κάτω του φυσιολογικού
ii) Υπερτονία – αύξηση του µυϊκού τόνου πάνω από το φυσιολογικό.
Εµφανίζεται µε δύο µορφές, τη σπαστικότητα και τη δυσκαµψία .
Στη σπαστικότητα παρατηρείται αυξηµένη αντίσταση στην αρχή της
παθητικής κίνησης, ενώ στη δυσκαµψία η αντίσταση παραµένει η
ίδια σ` όλο το εύρος της κίνησης.
Η διαταραχή του συντονισµού των κινήσεων σε σχέση µε τις
διαταραχές του µυϊκού τόνου εκτός από την υποτονία ή την υπερτονία µπορεί
να εµφανίζεται ως :
i) Αθέτωση, όπου υπάρχουν απότοµες και µεγάλου βαθµού εναλλαγές
του µυϊκού τόνου µε αποτέλεσµα ανεξέλεγκτες κινήσεις υπερβολικού
εύρους.
ii) Χορεία, όπου υπάρχουν ακούσιες κινήσεις των κεντρικών τµηµάτων
των άκρων.
iii) Αταξία, όπου παρατηρείται ασυνέργεια των κινήσεων.
Οι διαταραχές του µυϊκού τόνου έχουν ως αποτέλεσµα τη δυσκολία ή
την αδυναµία διατήρησης της ισορροπίας. Οι επαρκείς ισορροπιστικές
αντιδράσεις είναι απαραίτητες ώστε να επιτευχθούν οι διάφορες κινητικές
δραστηριότητες. Για παράδειγµα δεν µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε τα
χέρια µας ώστε να χειριστούµε ένα αντικείµενο αν δεν έχουµε καλή ισορροπία
και χρειάζεται να στηριχτούµε από κάπου.
Η σπαστικότητα δεν εντοπίζεται σε συγκεκριµένους µύες, αλλά σε
όλους τους µύες των προσβεβληµένων τµηµάτων του σώµατος, µε
αποτέλεσµα την εµφάνιση µη φυσιολογικών προτύπων κίνησης. Με την
εµφάνιση αυτών των παθολογικών προτύπων κίνησης, οι λειτουργικές
κινήσεις (π.χ. ο χειρισµός αντικειµένων, η βάδιση κλπ.)καθίστανται δύσκολες έως ακατόρθωτες για το παιδί. Οι προστατευτικές αντιδράσεις του παιδιού
απουσιάζουν ή ελαττώνονται µε αποτέλεσµα το παιδί να κινδυνεύει σε
περίπτωση πτώσης.
Στα αθετωσικά παιδιά υπάρχει διαλλείπουσα αύξηση του µυϊκού τόνου
η οποία επηρεάζει κάθε εκούσια κίνηση. Το παιδί στην προσπάθεία του να
κινηθεί κάνει ακανόνιστες κινήσεις µεγάλου εύρους, οι οποίες δεν είναι
ακριβείς και δεν µπορούν να βρούνε τo στόχο. Ο έλεγχος της στάσης του
σώµατος και κεφαλιού στα παιδιά µε αθέτωση είναι συνήθως πτωχός µε
αποτέλεσµα να µην µπορούν να διατηρήσουν µια συγκεκριµένη θέση. Η
ανικανότητα αυτή διατήρησης µιας συγκεκριµένης θέσης έδωσε και το όνοµα
«αθέτωση» στη συγκεκριµένη διαταραχή συντονισµού των κινήσεων που
ετυµολογικά αποτελείται από το στερητικό ‘α’ και τη λέξη ‘θέση’ (α-θέτωση).
Τα παιδιά µε αταξία παρουσιάζουν δυσκολία στο συντονισµό των
κινήσεων. ∆εν µπορούν να εκτελέσουν µε ακρίβεια τις κινήσεις. Στην
προσπάθεια τους για επίτευξη µιας κινητικής δραστηριότητας συχνά δεν
φτάνουν ή ξεπερνούν το στόχο (δυσµετρία). Έτσι δυσκολεύονται στις λεπτές
κι εκλεκτικές κινήσεις µε αποτέλεσµα την ελαττωµένη ικανότητα για επιδέξιο
χειρισµό των αντικειµένων.
Το παιδί µε υποτονία εµφανίζει ελαττωµένο µυϊκό τόνο και καθυστερεί
στην κινητική του ανάπτυξη. Οι ισορροπιστικές αντιδράσεις στα υποτονικά
παιδιά είναι µειωµένες µε αποτέλεσµα στις ανώτερες θέσεις όπως είναι η
όρθια, να διατηρούν µεγάλη βάση στήριξης.
Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η καθυστέρηση της κινητικής ανάπτυξης
έχει άµεση επίδραση τόσο στη φυσική όσο και στη νοητική κατάσταση του
παιδιού, επειδή ο περιορισµός της κινητικότητας παρεµποδίζει την
εξερεύνηση του περιβάλλοντος και συνεπώς µειώνει τα ερεθίσµατα που
δέχεται από αυτό. Παρακάτω παρουσιάζονται σε συντοµία οι παθολογίες
και τα κινητικά προβλήµατα που συναντούµε συχνότερα σε παιδιά σχολικής
ηλικίας.
5. ΚΙΝΗΤΙΚΗ ∆ΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΑΙ∆ΙΩΝ ΜΕ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗ ΠΑΡΑΛΥΣΗ
Είναι γεγονός ότι δεν έχουν όλα τα παιδιά µε εγκεφαλική παράλυση
την ίδια κλινική εικόνα. Ανάλογα µε την εντόπιση και την έκταση της βλάβης στονεγκέφαλο υπάρχει και διαφορετική κλινική εικόνα τόσο όσον αφορά την
ποιότητα του µυϊκού τόνου, αλλά και όσον αφορά την κατανοµή της κινητικής
δυσλειτουργίας στα µέρη του σώµατος.
Η ταξινόµηση ανάλογα µε τις µορφές του µυϊκού τόνου και του κινητικού συντονισµού, αναφέρθηκε στο κεφάλαιο της παθολογικής ανάπτυξης της κίνησης. Η ταξινόµηση ανάλογα µε την κατανοµή της κινητικής δυσλειτουργίας στα διάφορα µέρη του σώµατος είναι η εξής :
• ∆ιπληγία : Ολόκληρο το σώµα είναι προσβεβληµένο, αλλά τα άνω άκρα λιγότερο από τα κάτω. Όσον αφορά την ποιότητα µυϊκού τόνου, στη διπληγία συνήθως αναπτύσσεται σπαστικότητα ενώ σπανιότερα µπορεί να εµφανιστούν και αθετωσικές κινήσεις.
• Τετραπληγία : Ολόκληρο το σώµα είναι προσβεβληµένο, αλλά τα άνω άκρα περισσότερο ή το ίδιο µε τα κάτω άκρα. Στην τετραπληγία συνήθως η µία πλευρά είναι πιο προσβεβληµένη από την άλλη µε αποτέλεσµα την έντονη ασυµµετρία στη στάση και στην κίνηση. Όσον αφορά την ποιότητα του µυϊκού τόνου σε περιπτώσεις τετραπληγίας µπορεί να αναπτυχθεί σπαστικότητα, θέτωση, χοριοαθέτωση, αταξία, υποτονία, ή να υπάρχει µικτή µορφή.
• Ηµιπληγία : Σ` αυτήν είναι προσβεβληµένη µόνο η µια πλευρά του
σώµατος. Όσον αφορά την ποιότητα του µυϊκού τόνου, στην ηµιπληγία
αναπτύσσεται σπαστικότητα.
• Παραπληγία : Σ` αυτήν είναι προσβεβληµένα µόνο τα κάτω άκρα.
Συνήθως παρατηρείται σε κακώσεις του Νωτιαίου Μυελού, ενώ στην
εγκεφαλική παράλυση είναι σπάνια η απουσία προσβολής των άνω
άκρων. Στην πραγµατικότητα, στην εγκεφαλική παράλυση η
παραπληγία είναι διπληγία µε πολύ µικρή προσβολή των άνω άκρων.
• Μονοπληγία : Σ` αυτήν παρατηρείται προσβολή µόνο του ενός άνω ή
κάτω άκρου. Είναι κι αυτή σπάνια και συνήθως πρόκειται στην πραγµατικότητα για ηµιπληγία µε πολύ καλή λειτουργικότητα του ενός
µέλους.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι η βαρύτητα της κατάστασης µπορεί να διαφέρει
από παιδί σε παιδί και να παρουσιάζει διαβαθµίσεις. Έτσι για παράδειγµα,
κάποιο παιδί που εµφανίζει σπαστική τετραπληγία µπορεί να είναι σε πολύ
καλύτερη κατάσταση από κάποιο άλλο παιδί που επίσης εµφανίζει σπαστική
τετραπληγία.
ΣΤΑΜΑΤΙΑ∆ΗΣ ΠΕΤΡΟΣ
ΠΡΟΣΒΑΣΗ – Η Υποστηρικτική Τεχνολογία στην Εκπαίδευση
των Ατόµων µε Σοβαρά Κινητικά Προβλήµατα