Κοιτάζοντας μια φωτογραφία ενός απλού δέντρου μέσα σε ένα δάσος πόσες άραγε ιστορίες θα μπορούσαν να αναπηδήσουν από τα βάθη ενός κουρασμένου μυαλού; Πόσες διαμορφωμένες ιστορίες καθημερινής τρέλας θα μπορούσαν να αναγεννηθούν; Πόσες σκέψεις, πόσοι ήχοι χαράς, λύπης, απελπισίας θα μπορούσαν να δημιουργηθούν κοιτώντας απλά μια εικόνα; Πόσος πόνος και πόση απόρριψη χρειάζεται μια ψυχή για να οραματιστεί, να νοιώσει, να βιώσει τον πόνο και την χαρά;
Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις...!
Κι όμως κοιτώντας μια μέρα με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση μια απλή φωτογραφία σε ένα περιοδικό, που έτσι απλά απεικόνιζε ένα απλό δέντρο σε ένα απλό δάσος δίχως κάτι το ιδιαίτερο, μια ολόκληρη ιστορία που εξέφραζε όλα μου τα καθημερινά βιώματα και τα καθημερινά μου πλέον συναισθήματα, παραμόρφωσαν αυτή την απλή εικόνα, την ζωντάνεψαν, της έδωσαν μοναδική κίνηση, μοναδικούς ήχους και ένα μοναδικό νόημα!
Ήταν ένα πρωινό που είχαμε επιστρέψει από την καθημερινή μας βόλτα στην παιδική χαρά της γειτονιάς και είχαμε βιώσει πάλι για άλλη μια φορά την κακία του κόσμου, τον ρατσισμό για το διαφορετικό, την αγωνία για το πότε επιτέλους θα μπορέσουμε και εμείς να γίνουμε αποδεχτοί , πότε το μυαλό της κοινωνίας μας θα είναι έτοιμο να μας δει με τα μάτια της ψυχής, να μας νοιώσει και εμάς σαν αναπόσπαστο μέλος της και θα είναι έτοιμη να κοιτάξει και πέρα από το εξωτερικό περιτύλιγμα, να δει την ομορφιά και την αρτιμέλεια της δικής μας ιδιαίτερης ψυχής!
Αναρωτιόμουνα πότε ο κόσμος θα πάψει να είναι μικρόψυχος και κακός και πότε επιτέλους θα μάθει να μας δέχεται γιαυτό που είμαστε, όπως είμαστε δίχως όρους , όταν πήρα ένα περιοδικό στα χέρια μου έτσι μηχανικά γιατί αυτό βρέθηκε μπροστά μου και ήθελα να ηρεμήσω το ανήσυχο και επαναστατημένο πνεύμα μου.
Καθώς ξεφύλλιζα ήδη μερικές σελίδες με ανούσιο περιεχόμενο ξαφνικά στην επόμενη σελίδα το βλέμμα μου καθηλώθηκε πάνω σε μια φωτογραφία ενός δέντρου σε ένα δάσος. Τότε εντελώς ξαφνικά η απλή αυτή φωτογραφία άρχισε να παραμορφώνεται στα μάτια μου, να αποκτά κίνηση αλλά και ήχους.
Παρόλο που ξαφνιάστηκα δεν ήθελα να πάρω τα μάτια μου από την μαγική πια εικόνα που ζωντάνευε μπροστά μου και αφέθηκα στο να την θαυμάζω και να παρασύρομαι μέσα της ζώντας έτσι σαν απλός θεατής το παραμύθι...
Το δέντρο όλο και μεγάλωνε, φούντωνε και γέμιζε την εικόνα.
Σε αντίθεση το δάσος όλο και μίκρυνε και μίκραιναν τα δέντρα και έχαναν τα φύλλα τους την λεβεντιά τους και σκέβρωναν οι κορμοί τους και γίνονταν όλο και πιο καχεκτικά, έως ότου στο τέλος παραμορφώθηκαν τελείως.
Κάτι σε αυτό το δέντρο μου φαινόταν τόσο οικείο, ένοιωθα όμορφα και στοργικά όταν το κοίταζα και δεν έβλεπα σε αυτό τα φύλλα και τα κλαδιά του αλλά την ψυχή του. Ήταν σαν να έβλεπα το πρόσωπο ενός αγγέλου, το πρόσωπο του παιδιού μου, ήταν όμορφο συναίσθημα σας λέω, αχ πόσο με ηρεμούσε…
Στη βάση του κορμού του άρχισαν να δημιουργούνται οι φιγούρες ανθρώπων, μικρών παιδιών με τους γονείς τους, δασκάλες, άνθρωποι της πόλης, επιστήμονες με άσπρές στολές και γάντια.
Ακούγονταν και ήχοι στο δάσος, ήχοι από τα χιλιάδες πουλάκια, τα γέλια και οι φωνές από τα παιδιά του σχολείου που είχαν πάει εκεί για εκδρομή , ήχοι από τα αυτοκίνητα που έφερναν τους επιστήμονες για την έρευνα τους στο δέντρο , αλλά και από τους άλλους ανθρώπους που κοίταζαν, (γιατί άραγε;), το πελώριο πια δέντρο που καμάρωνε για την λεβεντιά και ομορφιά του.
Όμως έτσι ξαφνικά άρχισε να παραμορφώνεται πάλι αυτή η γαλήνια εικόνα.
Σύννεφα πολλά μαζεύτηκαν πάνω από το πελώριο δέντρο, μα το υπόλοιπο δάσος εξακολουθούσε να το ραντίζει με φως ο ήλιος.
Κοιτώντας τώρα καλύτερα είδα ότι το δέντρο το κοιτούσαν οι άνθρωποι με πολύ κακία, επικράτησε πανικός και οι γονείς απομάκρυναν τα παιδιά τους κλείνοντας τους μάλιστα τα μάτια με τα χέρια για να μην βλέπουν πια το δέντρο. Οι δασκάλες απομάκρυναν γρήγορα τα παιδιά κοντά από το δέντρο και συνέχισαν την εκδρομή τους στο υπόλοιπο δάσος. Οι κάτοικοι της πόλης έφυγαν για τις δουλειές τους και οι επιστήμονες αφού πήραν τα δείγματα που ήθελαν εξαφανίστηκαν και αυτοί.
Όλοι απέφευγαν αυτό το δέντρο και προτιμούσαν τα υπόλοιπα γιατί αυτό απλά ήταν διαφορετικό, και αυτό τους τρόμαζε, τους φόβιζε, τους παραξένευε!
Ησυχία επικράτησε, ούτε τα πουλάκια ακούγονταν πια μιας και εκείνα εξαφανίστηκαν από το δέντρο και εκείνο πια έστεκε μόνο και θλιμμένο.
Ένοιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι μου γιατί ένοιωθα τον πόνο του την απορία του την μοναξιά του. Μου ήταν γνώριμο το συναίσθημα αυτό...
Ένα δάκρυ άρχισε να κυλά καυτό στο μάγουλό μου και σε λίγο άλλο ένα και άλλο, μαζί με έναν κόμπο που ανέβαινε στο λαιμό και ψέλλισα ένα «γιατί;».
Όμως η εικόνα πάλι παραμορφώθηκε και σκουπίζοντας τα δάκρυα μου παρατήρησα μια παιδική φιγούρα να ξεπροβάλλει από τον κορμό.
Δύο χεράκια να το αγκαλιάζουν, δύο χειλάκια να το φιλάνε και ένα χαμόγελο να του χαρίζεται απλόχερα.
Αυτή η παιδική αθώα ψυχούλα που είδε πέρα από το περιτύλιγμα, μέσα από την βιτρίνα, βαθύτερα μέσα στην καρδιά του, πιο πέρα από το σύνολο και το κατεστημένο , που ακόμη δεν γνώριζε τι πάει να πει κακία και φθόνος, του άπλωσε το χέρι, το δέχτηκε γιαυτό που ήταν και του πρόσφερε ότι πιο πολύτιμο είχε, δίχως αντάλλαγμα, την αγάπη.
Άραγε υπάρχει ελπίδα σκέφτηκα αμέσως και μέχρι να σκουπίσω ξανά το δάκρυ της χαράς πια που κύλησε αυτή τη φορά, κατάφερα να διαβάσω και την λεζάντα που έγραφε, έτσι απλά:
Το Δέντρο Της Ντροπής!!!
Μα μέσα στην καρδιά μου θα είναι για πάντα έτσι απλά :
Το Δέντρο Της Ελπίδας!!!
Αφιερωμένο εξαιρετικά σε όλους αυτούς που νοιώθουν ή είναι διαφορετικοί και το σύνολο δεν τους αποδέχεται!
Συγγραφέας
Παπασταύρου Δ. Αγγελική